ὁμόνοια

ὁμόνοια
ὁμό-νοια, ,
A oneness of mind, unanimity, concord, Democr.250, Th.8.93, And.1.140, Lys.18.17, etc. ; τὴν πρὸς ἡμᾶς ὁ. Decr. ap. D. 18.164 ;

τὴν πρὸς ἀλλήλους Men.584

, cf. 809, Zeno Stoic.1.61 ; defined as ἐπιστήμη κοινῶν ἀγαθῶν, Stoic.3.160.
2 Pythag. name for 3 and for 9, Theol.Ar.16,57.
3 = ἀργεμώνη, Ps.-Dsc.2.177.
II personified, A.R.2.718, Paus.5.14.9, IG3.2239, etc.
2 = Lat. Concordia, Plu.Cam.42, App.BC1.26, D.C.44.4, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμονοία — ὁμονοίᾱ , ὁμόνοια oneness of mind fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίᾳ — ὁμονοίᾱͅ , ὁμόνοια oneness of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνοια — oneness of mind fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… …   Dictionary of Greek

  • ομόνοια — η σύμπτωση απόψεων, συμφωνία, συμβίωση, αμοιβαιότητα αισθημάτων και απόψεων: Η ομόνοια σπίτια χτίζει κι η διχόνοια τα γκρεμίζει (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμονοίας — ὁμονοίᾱς , ὁμόνοια oneness of mind fem acc pl ὁμονοίᾱς , ὁμόνοια oneness of mind fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίαι — ὁμονοίᾱͅ , ὁμόνοια oneness of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίαις — ὁμόνοια oneness of mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίης — ὁμόνοια oneness of mind fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνοιαι — ὁμόνοια oneness of mind fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνοιαν — ὁμόνοια oneness of mind fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”